- παραχάραξη
- Η παραποίηση ή η νόθευση νομίσματος, χάρτινου ή μεταλλικού, με σκοπό να τεθεί σε κυκλοφορία ως γνήσιο, καθώς και η προμήθεια ενός τέτοιου παραποιημένου ή νοθευμένου νομίσματος για τον ίδιο σκοπό.
Κατά την ελληνική νομοθεσία, το αδίκημα τιμωρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα (άρθρ. 207 Π.Κ.: κάθειρξη και χρηματική ποινή, και μόνο σε ελαφρές περιπτώσεις με φυλάκιση), γιατί κλονίζει την ασφάλεια της πίστης και των συναλλαγών. Με ανάλογη αυστηρότητα τιμωρείται η κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων (άρθρ. 208 Π.Κ.), καθώς και οι προπαρασκευαστικές πράξεις (άρθρ. 211). Ο Π.Κ. προβλέπει εξάλλου τη δήμευση των παραχαραγμένων νομισμάτων και των εργαλείων (άρθρ. 213). Προς το χαρτονόμισμα εξομοιώνονται, σύμφωνα με ειδική διάταξη του Π.Κ. (άρθρ. 214), οι ομολογίες, μετοχές, τοκομερίδια, μερίσματα, χρηματαποδείξεις· τέλος, συναφές αδίκημα αποτελεί η παράνομη έκδοση στην Ελλάδα ανώνυμων ομολογιών (άρθρ. 215 Π.Κ.).
Ειδική περίπτωση αποτελεί η κιβδηλία νομισμάτων, η οποία συνίσταται στην ελάττωση της εσωτερικής αξίας ενός νομίσματος «διά περικοπής, διατρυπήσεως, ρινίσματος ή κατ’ άλλον τρόπον», με σκοπό να τεθεί σε κυκλοφορία ως γνήσιο, καθώς και η προμήθεια κίβδηλου νομίσματος για τον ίδιο σκοπό (άρθρ. 210 Π.Κ.). Το αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών και με χρηματική ποινή. Ο ποινικός νόμος τιμωρεί με την ίδια ποινή και το πρόσωπο που εν γνώσει του θέτει σε κυκλοφορία κίβδηλο νόμισμα σαν να είχε ολόκληρη την εσωτερική του αξία. Η ποινή είναι όμως ελαφρότερη, αν ο υπαίτιος της κυκλοφορίας είχε δεχτεί ο ίδιος το νόμισμα θεωρώντας το γνήσιο (άρθρ. 210). Προβλέπεται, εξάλλου, η δήμευση των κίβδηλων νομισμάτων και των εργαλείων.
Τόσο η π. όσο και η κιβδηλία, εξαιτίας της μεγάλης σημασίας των νομισμάτων για την εσωτερική και τη διεθνή οικονομία, αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής διεθνούς σύμβασης (Γενεύη, 20.4.1929).
Πλαστά χαρτονομίσματα Ευρώ στην Ιταλία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η / παραχάραξις, -άξεως, ΝΜΑ [παραχαράσσω]1. η ψευδής χάραξη, η απομίμηση, ιδίως νομίσματος, για απάτη, η κατασκευή κίβδηλων νομισμάτων2. συνεκδ. παραποίηση, διαστροφή, αλλοίωση («ἐπὶ παραχαράξει τῆς ἀληθείας», Ιω. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.